- δρομικόν
- δρομικόςgood at runningmasc acc sgδρομικόςgood at runningneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
XYLOCHARTIA — Graece Ξυλοχάρτια, apud Eustathium τὸν παρεκβολίτην ad Od. φ. quasi ligneae chartae, appellantur Graecis recentioribus, chartae e papyro, ad differentiam chartarum, ex linteis concerptis et contusis parari solitarum, quarum iam tum fuisse apud… … Hofmann J. Lexicon universale
δρομικός — ή, ό (AM δρομικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δρόμο, στο τρέξιμο («δρομικό αγώνισμα») 2. ο ικανός στο τρέξιμο, γοργοπόδαρος («δρομικός σκύλος») νεοελλ. φρ. α) «δρομικός λίθος ή πλίνθος» αυτός που κατά την οικοδόμηση τοποθετείται … Dictionary of Greek